- κακκάβιον
- κακκάβ-ιον, τό, Dim. of κακκάβη (A), Eub.38, Orib.5.33.3 ([suff] κάκκαβ-βιν), PLond.5.1657.6 (iv A. D.): also [full] κακάβιν Aët.1.130.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακκάβιον — κακκάβιον, τὸ (AM) μσν. κακκάβι* αρχ. υποκορ. τού κακκάβη (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. καλάθ ιον, πόδ ιον] … Dictionary of Greek
κακκάβιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκαβίῳ — κακκάβιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβια — κακκάβιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβι — το (Μ κακκάβιον και κακκάβι Α κακκάβη και κακάβη, κάκκαβος και κάκαβος, ή, κακκάβιον και κακάβιον, τὸ) χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, καζάνι νεοελλ. 1. φρ. «πούλησα και το κακκάβι μου» τά πούλησα όλα, δεν μού απέμεινε τίποτε 2. παροιμ.… … Dictionary of Greek
κακκάβι' — κακκάβια , κακκάβιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)